- παραβλαστητικός
- -ή, -όν, Α[παραβλαστάνω](για φυτό) αυτός που έχει τάση να βγάζει παραφυάδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραβλαστητικά — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots neut nom/voc/acc pl παραβλαστητικά̱ , παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc/acc dual παραβλαστητικά̱ , παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστητικόν — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots masc acc sg παραβλαστητικός inclined to put out offshoots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστητικαί — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστητικήν — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστικός — ή, όν, Α [παραβλαστάνω] παραβλαστητικός* … Dictionary of Greek